Κυριακή, Οκτωβρίου 19, 2008

MEN IN WAR: 2 - ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ


2.

BAPTISM OF FIRE

Ο λόχος είχε μισή ώρα που έκανε σταθμό κοντά στο δάσος. Ο λοχαγός Μάρσνερ έδωσε διαταγή να μαζευτούν. Μ' όλη την τρομερή ζέστη, το πρόσωπό του ήταν ωχρό, και, ενώ παρακαλούσε τον υπολοχαγό Βάϊξλερ να παρασταθεί στις ετοιμασίες της αναχωρήσεως γιατί έπρεπε να φύγουν σε δέκα λεπτά, το βλέμμα του ήταν αλλού στραμμένο.

Χρειάστηκε να βιάσει τον εαυτό του για να δώσει αυτή τη διαταγή, σαν να το έκανε χωρίς τη θέλησή του. Τώρα καταλάβαινε πως δεν ωφελούσε σε τίποτε να αργοπορεί. Δε μπορούσε να αποφύγει το μοιραίο. Οταν άφηνε το Βάϊξλερ απάνω στους στρατιώτες του, όλα θα πήγαιναν καλά. Οι άντρες έτρεμαν μπροστά σ' αυτό το παλιόπαιδο των είκοσι χρονών σαν μπροστά στον ίδιο το διάβολο, και κάποτε μάλιστα η ψηλή σκελετώδης σιλουέττα του φαινόταν στο λοχαγό πως είχε κάτι το ανησυχητικό. Καμμιά τρυφεράδα δε φώτιζε ποτέ τα μικρά διαπεραστικά μάτια του, όπου η ανησυχία έλαμπε σαν πυρετός. Εκτός απο το μικρό μουστάκι που σκίαζε το λεπτό του χείλος, που άνοιγε μόνο για να πει τις τιμωρίες, κανένα άλλο σημείο νεότητας δεν υπήρχε σ' αυτό το παιδί. Σχεδόν ένα χρόνο τώρα που ήταν μαζί του, ο λοχαγός Μάρσνερ δεν τον άκουσε ποτέ να γελάσει, δεν ήξερε τίποτε για την οικογένειά του, για την καταγωγή του ή για το περιβάλλον που ζούσε. Ο Βάϊξλερ μιλούσε σπάνια, με μικρές φράσεις, κομμένες, που τις έλεγε σ' ένα τόνο συριστικό. Ο,τι έλεγε έμοιαζε σαν νά 'βγαινε απο μια λύσσα συγκρατημένη που έβραζε μέσα του. Δε μιλούσε παρά για την υπηρεσία και τον πόλεμο, σαν να μην υπήρχε έξω απ' αυτά τίποτε άλλο στον κόσμο που να άξιζε να μιλήσει κανείς.

Απο μια ειρωνεία της τύχης, ένας τέτοιος άνθρωπος βρέθηκε μακριά απο το μέτωπο όλο τον πρώτο χρόνο του πολέμου! Ο πόλεμος βαστούσε τώρα εντεκάμιση μήνες, κι ο υπολοχαγός Βάϊξλερ δεν είχε ιδεί ακόμα τη φωτιά. Είχε περάσει τις πρώτες μέρες τα ρωσικά σύνορα μερικά χιλιόμετρα, αλλά έπαθε τυφοειδή πυρετό και δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ρίξει ούτε μια τουφεκιά. Τέλος πάντων πήγαινε εκεί! Ο λοχαγός Μάρσνερ ήξερε πως ο υπολοχαγός είχε κρατήσει για λογαριασμό του ένα απο τα τουφέκια των αντρών, και, για νά 'ναι σίγουρος για τη δουλειά του και να ξέρει τον αριθμό των εχθρών που θα σκοτώσει μπροστά στον τομέα του, είχε διαθέσει όλες του τις οικονομίες για να αγοράσει ένα τηλεσκόπιο σκόπευσης. Οσο πλησίαζαν στη γραμμή του πυρός ο Βάϊξλερ γινόταν σχεδόν εύθυμος, ομιλητικός, τον είχε πιάσει η νευρική εκείνη έξαψη των κυνηγών που βρίσκονται στα χνάρια του θηράματος.

Βλέποντάς τον να γίνεται πολυάσχολος, να μπαίνει από δώ, να βγαίνει από κεί, ο λοχαγός νευρίαζε. Του ήταν ανυπόφορο να βλέπει αυτό το παλιόπαιδο να φέρνεται τραχιά στους δυστυχισμένους ανθρώπους τους τσακισμένους απο την κούραση, να τους βασανίζει, να γαβγίζει γύρω τους σαν τσοπανόσκυλο γύρω απο το κοπάδι. Ο λόχος θα ήταν έτοιμος προ δέκα λπτών, γιατί ο Βάϊξλερ επέβλεπε... λοιπόν... λοιπόν... δεν είχε πλέον υπεκφυγές. Αδύνατο να αργοπορήσει τη σκληρή απόφαση... Ο λοχαγός Μάρσνερ αναστενάζοντας βαθειά κοίταζε επίμονα τον ουρανό.

Εκεί κάτω, πίσω απο το λόφο τον απότομο που έκρυβε το πεδίον της μάχης, τα μυδραλιοβόλα άλεθαν αόρατα μέσα σ' ένα αδιάκοπο τικ-τακ. Λίγο απάνω απο το λόφο, πετούσαν κάτι σημάδια σφαιρικά και άσπρα, σα χιονόσφαιρες, καμωμένα απο το "διαφραγματικόν πυρ" που αυτός με το λόχο του έπρεπε να διασχίσει...

Ο δρόμος θα ήταν μακρύς. Δυο χιλιόμετρα γυμνής εξοχής χώριζαν την άλλη πλαγιά του λόφου, όπου ήταν τα χαρακώματα. Για ένα λόχο εθνοφρουρών, για αγαθούς οικογενειάρχες που έφτασαν στο μέτωπο πριν από λίγες ώρες, το να ανασάνουν τη μυρωδιά της μπαρούτης για πρώτη φορά, να λάβουν το βάπτισμα του πυρός, ήταν μεγάλη υπόθεση! Για το Βάϊξλερ που δεν είχε άλλη φροντίδα παρά πως να κερδίσει το σιδηρό σταυρό, ήταν κάτι παράτολμο που θα ανάδειχνε τη γενναιότητά του όσο άξιζε και θα του έδινε συνείδηση της ίδιας του αξίας... αυτό το παλιόπαιδο δεν είχε ακόμη καιρό να μάθει τι αξίζει η ζωή, και φανταζόταν πως ο κόσμος γύριζε γύρω απο τη φουσκωμένη και αυτάρεσκη προσωπικότητά του.

Το αναποφάσιστο του γέρο-λοχαγού μάλλον του φαινόταν γελοίο κατά βάθος, κι ο σταθμός αυτός που τον υποχρέωνε να αργοπορήσει μισή ώρα στην εκπλήρωση της πρώτης στρατιωτικής του πράξης τον έκανε να βλαστημά από μέσα του.

Ενώ με το μαστίγιό του έκοβε τα ψηλά χόρτα ο Μάρσνερ, στραβοκοίταζε απο καιρό σε καιρό και προς το λόχο του. Καταλάβαινε πολύ καλά, απο τα κινήματα των ανθρώπων του, απο την αποστροφή που έδειχναν να σηκωθούν σαν παιδιά που τα τραβούν απο τον ύπνο, πως ήξεραν καλά που πήγαιναν. Η συγκινητική σιωπή με την οποία μάζευαν τα πράγματά τους, δίπλωναν τις κουβέρτες τους κι έμπαιναν στη γραμμή, του έσφιγγε την καρδιά.
Απο την αρχή του πολέμου, ακατάπαυτα, ο Μάρσνερ ετομαζόταν για τούτη τη στιγμή. Μέρα νύχτα τη συλλογιζόταν, επαναλαμβάνοντας στον εαυτό του πως η προσωπική δυστυχία δε λογαριάζεται μπροστά στο γενικό συμφέρον και πως ένας ευσυνείδητος αρχηγός είναι υποχρεωμένος να δείχνεται απαθής. Και τώρα, τη στιγμή που πρόκειται να ενεργήσει, έβλεπε κατάπληκτος πως δεν έμενε τίποτε απο όλες αυτές τις ωραίες αποφάσεις. Αισθανόταν μόνον μια άπειρη και θερμή στοργή για τους ανθρώπους του, που ετοιμάζονταν και διωρθώνονταν μπροστά του σιωπηλοί. Καθένας τους, έλεγες κι έπαιρνε τη ζωή του ανάμεσα στα χέρια του και την κρατούσε σαν ένα βάζο πολύτιμο που πρέπει να το φέρει στον τόπο της μάχης για να το ρίξει στα πόδια του εχθρού σαν ένα πράγμα χωρίς αξία.

Ο «μπάρμπα-Μάρσνερ», όπως τον έλεγαν φιλικά μεταξύ τους, δε μπορούσε να ιδεί να σκοτώνουν ούτε κουνέλι, ούτε να ξυλίζουν ένα σκύλο. Σήμερα όμως, χωρίς αναβολή, έπρεπε να σπρώξει κάτω απο το πυρ των μυδραλίων τους ανθρώπους αυτούς που είχε εκπαιδεύσει, που τους είχε ιδεί μήνες να χειρονομούν και που γνώριζε και τα παραμικρά χαρακτηριστικά τους...

Εμπρός, τι χρειαζόντουσαν τώρα όλες αυτές οι σκέψεις; Δεν έβλεπε πια τίποτε άλλο απο τα αγωνιώδη και ικετευτικά βλέμματα των στρατιωτών του που φώναζαν βοήθεια, σαν ο λοχαγός να είχε την εξουσία να ορίσει απο πριν στις οβίδες και στις σφαίρες το δρόμο που θα πάρουν. Τι θά έκανε με την εμπιστοσύνη τους; Μπορούσε ψύχραιμα και απαθώς, να στείλει στο θάνατο αυτά τα καλά γενειοφόρα παιδιά που, χτες ακόμα, τους τριγύριζαν τα μικρά τους και που τους είδε να αποχωρίζονται τις γυναίκες τους μέσα στα δάκρυα; Αν ένας τους έπεφτε, αν τον έβλεπε να αγωνιά και να λούζεται στο αίμα του, όφειλε χωρίς να γυρίσει να εξακολουθήσει να βαδίζει; Πού να βρει λοιπόν τη δύναμη για τόση σκληράδα; Για ποιο υψηλότερο συμφέρον; Αυτός δεν έβλεπε κανένα. Δεν αισθανόταν κανένα, μάλιστα, βάζοντας γι αυτό όλα του τα δυνατά. Δεν ήταν παρά λόγια, ένας μάταιος θόρυβος που έφευγε και απο τον οποίο αυτοί οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να γελαστούν, αυτοί που αισθάνονταν έως τα βάθη της ψυχής τους φρίκη να πάνε προς το "διαφραγματικόν πυρ" και ο νους τους ήταν στο σπίτι τους.

Γελαστός, με τα μάγουλα αναμμένα γιατί πλησίαζε στην επίθεση, ο υπολοχαγός Βάϊξλερ έκανε με καμπανιστή και καθαρή φωνή την αναφορά του. Ο Μάρσνερ την έλαβε σαν ένα χτύπημα στο στήθος. Τα λόγια του Βάϊξλερ αντηχούσαν σαν πρόκληση. Δεν του διέφευγε το νόημα το αυθάθικο που κρυβόταν κάτω απο τη φωνή του. Ηταν σα να του έλεγε: «Γιατί δε χαίρεσαι, σαν κι εμένα, που πάμε προς τον κίνδυνο;» Ο Μάρσνερ αισθάνθηκε το αίμα να του ανεβαίνει στα μηνίγγια. Γύρισε αλλού το βλέμμα του, που τό 'σερναν ακατανίκητα τα σύννεφα των οβίδων και απο μέσα του απηύθυνε θερμή προσευχή προς τα κουτά αυτά πράγματα που χτυπούν στην τύχη. «Ω! Ας μάθουν λοιπόν στο γελοίο αυτόν αναίσθητο τι είναι ο πόνος, ας του δείξουν λοιπόν πόσο είναι αδύναμος και ευάλωτος!...»

Αλλά αμέσως συγχισμένος ο Μάρσνερ κατέβασε το κεφάλι, οργισμένος εναντίον του ανθρώπου αυτού που μπόρεσε να του εμπνεύσει μια τέτοια σκέψη. «Ευχαριστώ. Διατάξτε "ανάπαυση". Θα πάω να ρίξω μια ματιά στ' άλογα» είπε μ' ένα τόνο μετρημένο και μια θεληματική γαλήνη που τον ηρέμησε. Βέβαια, δεν έφτασε ακόμη η στιγμή που θα τον αναγκάσει να πει την τελευταία λέξη να ξεκινήσουν. Με ευχαρίστηση είδε την κίνηση έκπληξης που έκανε ο υπολοχαγός. Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει για την περιφρονητική έκφραση του προσώπου του και τη σύντομη απάντηση «εις τας διαταγάς, λοχαγέ μου» που δεν έβγαινε πια σα σάλπισμα απο το λάρυγγά του αλλά σα να πνιγόταν στα σφιγμένα δόντια του. Αυτό θα κάνει καλό στο παλικάρι, πρέπει να δαμασθεί. Μεταχειριζόταν την εξουσία που είχε εις βάρος των στρατιωτών, και αυτό τον ενθουσίαζε σαν να ήταν προνόμιο δικό του να κυβερνά τους ανθρώπους, και όχι δικαίωμα που του έδινε ο κανονισμός.

Αργά, ο λοχαγός Μάρσνερ μπήκε στο δάσος, ενθουσιασμένος να σκέφτεται πως απο το μάθημα που έδωσε στο Βάϊξλερ θα κέρδιζαν ένα τέταρτο της ώρας τα γέρικα παιδιά του. Μπορούσε να πέσει μια οβίδα, και ύστερα ήταν δυνατόν πολύ καλά μέσα σε αυτά τα δέκα λεπτά της αποχής να σωθούν είκοσι άνθρωποι. Ισως... Αλήθεια όμως, μπορούσε πολύ καλά να συμβεί και το αντίθετο.. κι αυτά τα λεπτά, ακριβώς... Αχ αδερφέ, γιατί αυτοί οι υπολογισμοί; Δεν ήταν καλύτερα να μη σκέφτεται τίποτα; Ο,τι ήταν στο χέρι του θα το έκανε για τους στρατιώτες του. Ηταν δυνατό βέβαια, ακόμα και μ' αυτό, να μη σώσει κανέναν.

Και όμως... αυτός που με τόση ορμή τον ατένιζε, εκείνος θα σωζόταν, τουλάχιστον για τώρα. Εκείνος θά 'μενε με έξι άντρες κοντά στα άλογα και στο τραίνο. Είχε άδικο να υποδείξει αυτόν; Οι άλλοι υπαξιωματικοί ήταν παντρεμένοι και πιο ηλικιωμένοι. Ο κοντόχοντρος στραβοπόδης είχε μάλιστα έξι παιδιά στο σπίτι. Ο Μάρσνερ μπορούσε με ήσυχη συνείδηση να πάρει γι αυτόν τέτοια απόφαση; Αυτός ο νέος εργένης, εδώ, ασφαλισμένος...

Με μια οργισμένη χειρονομία ο λοχαγός διέκοψε τη σκέψη αυτή. Αχ! Να μπορούσε να πιάσει το ίδιο του το στήθος, να το ταράξει... Γιατί δε μπορούσε να διώξει τις επίμονες αυτές σκέψεις, αυτή την ασταμάτητη αμηχανία; Στο τυχερό της σφαίρας δεν υπήρχε δικαιοσύνη, μπορούσε να σπλαχνιστεί έναν παλιάνθρωπο, και να σκοτώσει τον καλύτερο. Δεν είχε αποφασίσει, την εποχή που άφηνε σπίτι του τα πολιτικά του ρούχα διπλωμένα μέσα σε κάμφορα, να αφήσει και τη συνείδησή του, την ευαισθησία του, την πάντα έτοιμη λύπησή του, τις περιττές σκέψεις;

Ολα αυτά μαζί αποτελούσαν την προσωπικότητα του μηχανικού Ρούντολφ Μάρσνερ, ο οποίος, αξιωματικός πριν, παράτησε το επάγγελμα των όπλων που είχε διαλέξει παιδί ακόμα, και ξαναγύρισε τριάντα χρονών πια στα θρανία της σχολής για να ξαναρχίσει ένα στάδιο νέο, που ταίριαζε πιο πολύ με την ήσυχη και σκεπτική φύση του. Ηταν αληθινή δυστυχία τώρα, ύστερα απο είκοσι χρόνια, να ξαναγίνει πάλι στον πόλεμο στρατιώτης. Ηταν μια καταστροφή που δεν την άξιζε, καθώς και οι άλλοι, αλλά που έπρεπε οπωσδήποτε να τη συνηθίσει. Και πρώτα πρώτα δεν έπρεπε να ψιλολογάει. Γιατί να χάνεται σε ζητήματα; Ηταν ανάγκη να μείνει ένας στο δάσος για φρουρά. Ο διοικητής έδειξε αυτόν το νέο λοχία. Αυτός έμεινε στη θέση του. Διάβολε, αυτό ήταν όλο!
Ο κακόμοιρος ο ανθρωπάκος πήρε μια έκφραση συγκινητική. Ηταν απελπισία. Δεν ήταν αποτρόπαιο, εντελώς αποτρόπαιο, αυτή η σκυλίσια ευγνωμοσύνη που δειχνόταν στα μάτια του τα υγρά σα μουσκεμένη στάχτη; Το κουτάβι, επιχείρησε να τραυλίσει μερικά λόγια για τη μάνα του. Αν τον άφηναν εδώ, είναι γιατί το απαιτούσαν οι ανάγκες της υπηρεσίας. Τι είχε να κάνει εδώ η μητέρα του; Κι έπειτα η μητέρα του ήταν στη Βιένη. Εδώ ήταν πόλεμος. Αυτό να το ξέρει. Ο λοχαγός του ήθελε να πιστεύει πως ο άνθρωπος αυτός δε θεωρούσε καθόλου ως ευτυχία, ούτε ως χάρη ιδιαίτερη το να μη πάει στη μάχη.
Οταν του τα είπε έτσι ορθά κοφτά και τον επέπληξε για το σφάλμα του, για το οποίο εκείνος τώρα μετανοούσε, ο λοχαγός Μάρσνερ ξαλάφρωσε λιγάκι. Η συνείδησή του ήταν σα να τον είχε βάλει τυχαία σ' αυτή τη θέση.

Αλλά σε λίγο η ησυχία του αυτή χανόταν και πάλι. Αυτός ο διάβολος επέμενε να τον θεωρεί σαν σωτήρα του. Είχε γίνει προσεκτικότερος και φυλαγόταν τώρα, αλλά όταν του ψιθύρισε με φωνή πνιγμένη απο τα δάκρυα: «Λοχαγέ μου, σας εύχομαι καλή τύχη», μια τέτοια λατρεία και τέτοια αφοσίωση έβγαινε απο την ευχή του, ώστε ο λοχαγός ένοιωσε κάποιο κενό να του σκάβει το στήθος και γυρίζοντάς του γρήγορα τις πλάτες, έφυγε.

Τώρα ήξερε ακριβώς. Τώρα καταλάβαινε τι είχε ανακαλύψει μέσα σ' αυτόν ο Βάϊξλερ. Για να μπορέσει να το καταλάβει κι ένας άνθρωπος τόσο ασήμαντος σαν αυτό το μαραγκό εργάτη, πόσο ο άλλος θα τον περιφρονούσε πίσω του γι αυτή του την αισθηματικότητα; Ο Μάρσνερ δεν του είχε μιλήσει ποτέ αυτού του μαραγκού, αλλά είχε παρατηρήσει κρυφά τον τρόπο με τον οποίο αποχαιρετούσε τη μητέρα του, προχτές το βράδυ στη Βιέννη. Του διαόλου το παλιόπαιδο, πώς κατάλαβε την εντύπωση που του έκανε η καλή γριά η ζαρωμένη, που το ξεραμένο δέρμα της κρεμόταν σε χίλιες ζάρες γύρω απο τα σαγόνια της; Βέβαια, δε φανταζόταν πόσο συγκινητικό ήταν να βλέπει κανείς τη φτωχή γριούλα να σηκώνει το κεφάλι της για να κοιτάξει το γιό της και μη μπορώντας να του φτάσει το πρόσωπο να του χαϊδεύει το στήθος τρέμοντας. Ποιός είχει πει σε αυτό το παιδί πως ο λοχαγός του δε μπορούσε πια να τον βλέπει χωρίς να ιδεί τη μητέρα του ζωντανή, πραγματικά ζωντανή μπροστά του, με τη γαλάζια μπλούζα της, με το κίτρινο χέρι της που όλες οι φλέβες του ήταν πρησμένες, με τα ξερά της δάχτυλα που άγγιζαν το χνουδωτό ύφασμα με μια συγκινητική τρυφερότητα; Ωστόσο, ο διαβολεμένος αυτός μάντευε πως αυτό το χέρι πάνω στο στήθος του μεσίτεψε γι αυτόν και άγγιξε την καρδιά του λοχαγού.

Καταθυμωμένος ο Μάρσνερ περνούσε το λιβάδι, κι ήταν τόσο ντροπιασμένος σαν να του έβγαλαν απο το πρόσωπό του μια μάσκα. Εβαζε όλα τα δυνατά του να συγκρατηθεί, κουραζόταν, τίποτε, η λύπησή του πάντα ήταν φανερή. Σταμάτησε, σκάλισε τη χλόη με το μαστίγιό του και άφησε μια βρισιά. Ε, λοιπόν τι, δεν είχε να κρύβεται. Μπορούσε να αλλάξει τομάρι, κι όταν ακόμη ήταν να γίνουν χίλιοι παγκόσμιοι πόλεμοι. Αυτός ήταν συνηθισμένος να αφήνει τους ανεψιούς και τις ανεψιές του να τον σέρνουν απο τη μύτη και βέβαια δε γίνεται πειρατής κανείς έτσι, απο τη μια μέρα στην άλλη, και να πάει χαρούμενος στο ανθρωποκυνήγι. Τι βλακεία, να βάζουν όλους τους ανθρώπους στο ίδιο καλάθι! Κανένας βέβαια δε θα συλλογιζόταν να μεταμορφώσει το Βάϊξλερ σε ιεραπόστολο, αυτός όμως, ο Μάρσνερ, έπρεπε να γίνει αμέσως ένας αιμοβόρος θρασύδειλος! Δεν ήταν πια είκοσι χρονών, καθώς ο Βάϊξλερ, καθένας απο τους ανθρωπάκους αυτούς τους σιωπηλούς και μελαγχολικούς, που απότομα τους έρριξαν μακρυά απο τα σπίτια τους, ήταν γι αυτόν πράγμα πολύ διάφορο απο ένα τουφέκι που το διορθώνεις αν πάθει τίποτε και που το πετάς αν είναι άχρηστο. Οποιος είδε τη ζωή, έκαμε το γύρο της και σκέφθηκε, δε μπορεί νά 'ναι μόνο «στρατιώτης». Αυτός εδώ δεν ήταν ακόμη άντρας, ο κόσμος γι αυτόν κλεινόταν μεταξύ των τοίχων της στρατιωτικής σχολής και του στρατώνα.

Α! Αν ακόμη το πράγμα ήταν όπως στους πρώτους μήνες του πολέμου, όταν τα παλιόπαιδα διψασμένα για περιπέτειες γέμιζαν τα παράθυρα των βαγονιών και δεν άφηναν πίσω τους παρά μόνο τους γονείς τους μπροστά στους οποίους ήθελαν να κάνουν τον παληκαρά, επιτέλους, θα ήταν ίσως τότε ένας άνθρωπος σαν τους άλλους. Ισως τότε κι αυτός ο ίδιος να ήταν τόσο ορμητικός όσο ο Βάϊξλερ. Τότε οι στρατιώτες βάδιζαν δυο ή τρεις βδομάδες πριν έρθουν σ' επαφή με τον εχθρό. Χωρίς να το καταλάβουν, ξεκόλλαγαν απο τη ζωή σιγά σιγά, οι στερήσεις κι οι δυστυχίες πλήθαιναν τόσο, ώστε η πείνα, ο κόπος κι η δίψα έκαναν να ξεχνά σχεδόν κανείς ό,τι εκεί, εκεί πίσω, άφηνε. Η οργή εναντίον του εχθρού, που ήταν η αιτία όλων των κακών πλήθαινε απο μέρα σε μέρα κι ύστερα απο έναν αιώνα οδυνηρής παθητικής αναμονής, η μάχη ερχόταν σα μια απελευθέρωση.

Αλλά τώρα, ήταν μεγάλη διαφορά. Προχτές στη Βιέννη και σήμερα, με το φιλί του αποχαιρετισμού στα χείλη, με παλλόμενες ακόμη τις αναμνήσεις του, να μπει στη φωτιά! Οχι στα στραβά, μη ξέροντας περί τίνος πρόκειται, όπως εκείνοι που πρωτοπήγαν. Ο πόλεμος δεν είχε πια μυστικά για τους δυστυχισμένους της σήμερον. Καθένας αριθμούσε κι από ένα θάνατο τουλάχιστον στο σπίτι του ή στους φίλους του, κι από τις εκμυστηρεύσεις των πληγωμένων, από το θέαμα των ακρωτηριασμένων, για τις πληγές των μυδραλίων, για τα διαμπερή τραύματα, τα ασφυξιογόνα αέρια και τις πυρπολητικές οβίδες καθένας ήξερε σήμερα περισσότερα από τους αρχηγούς του πυροβολικού ή τους στρατιωτικούς γιατρούς πριν από τον πόλεμο.

Αυτούς τους διαφωτισμένους, τους κτηνωδώς αρπαγμένους ανθρώπους έπρεπε να τους οδηγήσει στη γραμμή του πυρός, αυτός, ο λοχαγός Μάρσνερ ο αστός, ...

(συνεχίζεται)



russian soldiers

russian soldiers