Παρασκευή, Μαρτίου 10, 2006

ΜΕΝ ΙΝ WAR: 1 - Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Ι.

OFF TO WAR

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ


Το Φθινόπωρο κόντευε να τελειώσει. Η μικρή αυστριακή πόλη με το στρατιωτικό νοσοκομείο και τον κήπο του, σα να κρύωνε, ήταν μαζεμένη κάτω από τους δασωμένους λόφους, που την προφύλασσαν από τον άνεμο. Περνούσε από πάνω της η δεύτερη χρονιά του πολέμου κι η παραμικρή πνοή δεν τάραζε την κοιμισμένη της όψη.
Μέρα νύχτα ακούγονταν σφυρίγματα από τις ατμομηχανές των τραίνων, που πέρναγαν βαρυφορτωμένα με στρατιώτες, όλο χαιρετούρες και τραγούδια. Μια ατέλειωτη σειρά από βαγόνια, παραγεμισμένα με μπάλες άχυρο και ξεχειλισμένα από προμήθειες, τσούλαγαν αγκομαχώντας προς το μέτωπο κάτω από μυστηριώδεις προφυλάξεις.
Προς την αντίθετη κατεύθυνση, με μια κόκκινη σημαία μπροστά, σέρνονταν μονότονα οι αργές πομπές του Ερυθρού Σταυρού, ξαναφέρνοντας πίσω όσους ο πόλεμος επέστρεφε.
Η παγκόσμια τρέλα, στο γιγάντιο δρόμο της, περνούσε μέσ’ απ’ τη μικρή πόλη χωρίς ν’ αγγίζει την ησυχία της. Τα μικρά φωτεινά σπίτια με την παλαιϊκή θωρειά φαίνονταν σαν να είχαν συμφωνήσει σιωπηλά μεταξύ τους, να κάμουν πως αγνοούν ολότελα το λαίμαργο και θορυβώδη ξένο, τον κυρ Πόλεμο, που αναστάτωνε τον κόσμο.
Στο δημόσιο κήπο τα παιδιά παίζαν ήσυχα επάνω στα ξερά κιτρινισμένα φύλλα, πού ’πεφταν απ’ τις καστανιές. Οι γυναίκες φλυαρούσαν μπροστά στις θύρες των μαγαζιών, κι οι μικροί δρόμοι ζωήρευαν από κορίτσια, που, με πολύχρωμα μαντίλια στο κεφάλι και με χαρούμενες κινήσεις, έτριβαν δραστήρια τα τζάμια των παραθύρων, σκαρφαλωμένα στα πρεβάζια.
Αν κι οι άσπρες σημαίες του Ερυθρού Σταυρού κυμάτιζαν μπροστά σ’ όλα τα σπίτια, αν κι ο πόλεμος είχε βάλει τη σφραγίδα του σχεδόν σ’ όλους τους τοίχους, η ειρήνη φαινόταν σα να πλανάται ακόμη ανάμεσα στους δρόμους της μικρής πόλης. Ηταν μολαταύτα πολύ κοντά στο σφαγείο, μόλις πενήντα χιλιόμετρα τη χώριζαν απ’ αυτό, και, κάπου κάπου, όταν οι νύχτες ήταν ξάστερες, οι θανάσιμες λάμψεις του άναβαν τον ορίζοντα σαν νά ’καιγαν βεγγαλικά.
Οταν, έστω για μια στιγμή, σταματούσε το βαρειά ταλαντευόμενο κύμα των φορτηγών αυτοκινήτων, έπαυε το βουητό των τραίνων απάνω στη γέφυρα και σώπαιναν οι ήχοι των σαλπίγγων κι η κλαγγή των σπαθιών, η μικρή πόλη ξανάπαιρνε με επιμονή την ειρηνική της όψη. Δεν αργούσε όμως να ξαναφορέσει πάλι το στρατιωτικό της προσωπείο ευθύς μια στιγμή αργότερα, μόλις το ογκώδες αυτοκίνητο του Επιτελείου έστριβε μ’ όλη του την ταχύτητα τη γωνιά του δρόμου.
Εκεί πέρα, εκεί πέρα μακρυά, το εκκωφαντικό μούγκρισμα του κανονιού έκανε να φαντάζεται κανείς πως ένα τέρας βρυχάται, έτοιμο να ξεπηδήσει μέσ’ απ’ τα σπλάχνα της γης. Το υπόκωφο ουρλιαχτό των βομβοβόλων έμοιαζε με τον τραχύ βήχα κάποιου ετοιμοθάνατου, που τον άκουγαν με στημένο αυτί οι συγγενείς απ’ το διπλανό δωμάτιο, έχοντας παγωμένο το μέτωπο και τα μάτια κόκκινα απ’ το κλάμα. Οταν το τερατώδες και μακρινό αυτό αγκομαχητό σάλευε τα θεμέλια, η μακριά χαμηλή σειρά των σπιτιών αναπηδούσε κι αυτή, βογγούσε από τη μιαν άκρη ως την άλλη κι έπειτα σταματούσε κι αφουγκραζόταν τον πόλεμο, που, ίδιος εφιάλτης, ήταν καθισμένος απάνω στο στήθος της γης.
Φωτιζόμενοι απ’ το τρεμάμενο φως των λύχνων, που έριχναν ευκίνητες σκιές πάνω σε πυκνές σειρές από κρεββάτια, στο βάθος των σπιτιών οι δρόμοι κοιτάζονταν μεταξύ τους ξαφνιασμένοι. Κάποτε έσκιζαν τη νύχτα οξείες κραυγές, την τρυπούσαν παράπονα και βογγητά που ξέφευγαν μέσα από τα γεμάτα δωμάτια. Τα παράθυρα ορθάνοιχτα άφηναν να περνούν οι ανθρώπινοι αυτοί ήχοι. Καθένας απ’ αυτούς, έτσι όπως έκοβε την ησυχία, ήταν σα μια άγρια διαμαρτυρία κατά του πολέμου που εκεί μακρυά έκανε τη δουλειά του, ρίχνοντας πίσω του αιματοκυλισμένα ξεσκλίδια, τα φτωχά ανθρώπινα κορμιά.
Την ίδια ώρα, στις πλατείες, οι βρύσες οι καμωμένες από σφυρηλατημένο σίδερο έχυναν ακατάπαυστα ένα γλυκό ισόχρονο μουρμουρητό, σαν να διηγόντουσαν συνεχώς τις ημέρες της νεότητάς τους, όταν οι άνθρωποι ήξεραν την αξία των καθαρών γραμμών και εκτιμούσαν τα ευγενικά σχήματα, όταν ο πόλεμος δεν βροντούσε παρά μόνο για τους τυχοδιώκτες και τους πρίγκηπες. Η ιστορία αυτή ανέβαινε, γυρνούσε γύρω από τα στριφτά στολίδια της πηγής, έβγαινε απ’ όλες τις γωνιές και ορμούσε έξω στους μικρούς δρόμους. Ηταν σαν αόρατη νεράϊδα που μίλαγε ψιθυριστά για την ευτυχία και την ειρήνη. Οι γέρικες καστανιές έγερναν ήσυχα το μέτωπό τους, ενώ τα σκιερά κλαδιά τους, απλωμένα σαν χέρια, αγκάλιαζαν τρυφερά και προστατευτικά τις ωχρές όψεις των σπιτιών. Βγαλμένο από τους ραγισμένους τοίχους, αναστημένο, το παρελθόν παραστεκόταν εκεί τόσο φανερό, ώστε ο ήσυχος υγρός ήχος που έβγαινε απ’ την πηγή, φαινόταν να κυριαρχεί και να νικά το μουγκρητό του κανονιού.
Οι άρρωστοι, ξαπλωμένοι μέσα στον πυρετό τους, παρακολουθούσαν τη φλυαρία της νύχτας κι ανάπνεαν τη γαλήνη. Τα πλαδαρά πρόσωπα των πληγωμένων ειρήνευαν, όπως μέσα στο μαλακό σάλεμα των φορείων καθώς τους περνούσαν από την πόλη. Ξεχνούσαν την κόλαση και φαίνονταν εδώ, αυτά τα βαρυά κοπάδια που με το βιαστικό βήμα πήγαιναν μέσα στη νύχτα προς τη θυσία, σα να ξυπνούσαν, σαν καθένα από τα θύματα αυτά να έβλεπε την ειρήνη που ερχόταν ξαφνικά για το αντάμωμα, και σαν νά ’βλεπε τον εαυτό του άοπλο να περπατά στη σκιά κάτω από τις υπόστυλες γαλαρίες και τ’ ανθισμένα μπαλκόνια.
Συνέβαινε με τον πόλεμο, ό,τι και με τον καταρράχτη που ερχόταν από το βορρά. Αναπηδούσε από το βουνό με μια μανιώδη βία. Εκεί ψηλά, το παραμικρότερο χαλίκι που ήθελε βρεθεί στο δρόμο του, τον έκανε ν’ αφρομανά. Ομως, στην άλλη άκρη της πόλης, κύλαγε ήσυχα τα νερά του κι απομακρυνόταν στρωτός κι αγαθός, σαν να ονειροπολούσε ανάμεσα στα τοπία που καθρεφτίζονταν στην επιφάνειά του.
Οκνηρός μέσα στην κοίτη του που πλάταινε, κατέβαινε στο λιβάδι κι έκανε έναν ελιγμό γύρω από το στρατιωτικό νοσοκομείο, που, ανάμεσα στα σκιερά πλατάνια, έμοιαζε χτισμένο σα σε νησί. Από τρεις πλευρές το φωτεινό τρεμουλιάρικο νερό αγκαλιαζόταν ιριδίζοντας με τα τρεμουλιάρικα φύλλα και θάλεγε κανείς πως ο κήπος, βυθισμένος στη σκοτεινιά, ενορχήστρωνε γύρω από τους στωϊκούς μάρτυρες τη συμφωνία του οίκτου. Μάρτυρες, που το μαρτύριό τους θα τραβούσε πειθαρχικά ως το θάνατο, θα πήγαινε κανονικά μέχρι τον τάφο, όπου θα τους έθαβαν ανάκατα, παπουτσήδες, γραμματικούς, τενεκετζήδες, υπηρέτες, όλους αντάμα, με λόγια πομπώδη κι αποθεωτικά.
Η σάλπιγγα είχε χτυπήσει αποχώρηση πριν από λίγο. Η περίπολος άρχισε το γύρο της. Επιασε τρεις ανθρώπους αργοπορημένους μέσα στο σκοτάδι της μεγάλης δεντροστοιχίας και τους έβαλε μπροστά:
«... Οχι, αλλά κάποτε... Μήπως είστε αξιωματικός;...» τους μάλλωσε μ’ έναν τρόπο προστατευτικό ο περιπολάρχης, ένας ρωμαλέος δεκανέας της εθνοφρουράς με ψαρούς κροτάφους ... «Στις εννιά κρεββάτι όλοι οι άνδρες... ορίστε; Είναι ο κανονισμός!...»
Για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, άρχιζε κιόλας τις φοβέρες, αλλά κατά βάθος έκανε τον αυστηρό πολύ ανόρεχτα:
«Καλά τότε... πώς; Νά ’μαστε ’ξηγημένοι...»
Πήγαινε να πει τα τυπικά για να τους αναγκάσει να κάμουν γρήγορα, αλλά, σαν τους πλησίασε καλά, κατάπιε απότομα τη φράση του μ’ ένα μορφασμό που πήγε να τον πνίξει. Οι τρεις αργοπορημένοι, σέρνοντας τα πόδια τους, διευθύνονταν υπάκουα προς την έξοδο. Και θα τό ’θελαν πολύ να μπορούσαν να κάνουν γρήγορα, όμως, για να περπατούν οι τρεις αυτοί, είχαν έξι θορυβώδη δεκανίκια και δυο πόδια. Θά ’λεγε κανείς πως κάποιος σκηνοθέτης ερωτευμένος με τη συμμετρία είχε εμπνευστεί αυτό το σύνολο, μια περίεργη ζωντανή ζωγραφιά. Στον δεξιόν είχε απομείνει το δεξί πόδι, ο αριστερός στην άλλη άκρη πηδούσε στο αριστερό, κι ο μεσαίος, κουρνιασμένος απάνω στα δυο του δεκανίκια, είχε τα πόδια του παντελονιού σταυρωμένα και καρφωμένα απάνω στο στήθος, δυστυχισμένο ανθρώπινο απομεινάρι τόσο δα μικρό, που θα χωρούσε ολόκληρο σε μια κούνια.
Με το κεφάλι χαμηλά και τίς γροθιές σφιγμένες σα να τον κατέλαβε αυτό το θέαμα της αθλιότητας, ο δεκανέας εξέτασε αυτή την ομάδα, μουρμούρισε μια βρισιά, που δεν ήταν πολύ πατριωτική, κι έφτυσε μακρυά ανάμεσα από τα δόντια του.
Καθώς γυρνούσε σεργιανίζοντας προς την άλλη πλευρά του κήπου -στην πλευρά όπου βρισκόταν το διαμέρισμα των αξιωματικών- μια έκρηξη από δυνατά γέλια έφτασε στ’ αυτιά του. Σταμάτησε απολιθωμένος, μάζεψε το κεφάλι του σαν κάτι να τον χτύπησε δυνατά, κι η χωριάτικη φυσιογνωμία του άναψε από την αστραπή ενός άγριου μίσους. Ξανάφτυσε ακόμα μια φορά για να ξαλαφρώσει και, ξαναπαίρνοντας το δρόμο του αποφασιστικά, χαιρέτησε σπασμωδικά την εύθυμη συντροφιά περνώντας από μπροστά της.
Οι αξιωματικοί απάντησαν βαρυεστημένα στο χαιρετισμό του. Είχαν μαζευτεί εκεί κι απολάμβαναν τη γλύκα της βραδιάς που χυνόταν πάνω στη μικρή πόλη. Ηταν καθισμένοι σε τέσσερις πάγκους στον κήπο του σπιτιού και μιλούσαν εύθυμα, μιλούσαν για τον πόλεμο σα μαθητές που θυμούνται τον τρόμο των περασμένων εξετάσεων! Αφού έπραξαν το καθήκον τους παίζοντας το μέρος του ρόλου τους, το τραύμα τους τώρα τους προστάτευε και περίμεναν μ’ ευχαρίστηση τη θαυματουργή ώρα που θα τους επιτραπεί να πάνε σπίτι τους, να ιδούν τους αγαπημένους τους, ν’ ακούσουν συγχαρητήρια και να ζήσουν δύο βδομάδες... Είχαν ελπίδα να ζήσουν δυο ολόκληρες βδομάδες σαν άνθρωποι κι όχι σαν νούμερα...
Δυνατώτερα απ’ όλους γελούσε ένας νέος ανθυπολοχαγός. Το καλπάκι του έδειχνε πως ήταν αξιωματικός σε κάποιο βοσνιακό σύνταγμα και τον παρανόμαζαν για το λόγο αυτό «Μουσουλμάνο». Είχε την αριστερή κνήμη σπασμένη από θραύσμα οβίδας και την κρατούσε ακίνητη βδομάδες τώρα μέσα σ’ ένα γύψινο επίδεσμο. Κουβαλούσε αυτό το γύψο και τον περιποιόταν με τέτοιο τρόπο, σα να τού ’χαν εμπιστευθεί κάποιο ξένο πολύτιμο πράγμα που το φρόντιζε και το φύλαγε.
Δυο άλλοι αξιωματικοί κάθονταν σ’ ένα πάγκο αντικρύ από το Μουσουλμάνο. Ενας λοχαγός του ιππικού που είχε τραύμα διαμπερές του δεξιού βραχίονα κι ένας αξιωματικός του πυροβολικού που τον έλεγαν «Φιλόσοφο», γιατί είχε πτυχίο φιλοσοφίας. Ο τελευταίος αυτός είχε ένα τραύμα στο απάνω χείλος από έκρηξη χειροβομβίδας, επουλωμένο πια, που όμως τού ’χε κόψει ένα κομμάτι. Ολη η κουβέντα γινόταν από τους τρείς άντρες και τις δύο κυρίες που κάθονταν προς το μέρος του τοίχου.
Ο τέταρτος ήταν ένας υπολοχαγός της εθνοφρουράς με λίγα μαλλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού, διάσημος συνθέτης ως πολίτης, που καθόταν βυθισμένος στ’ όνειρό του κι είχε το ύφος σκοτεινό, το βλέμμα απλανές, κι ένα νευρικό τρόμο που τον τάραζε διατρέχοντας όλα του τα μέλη. Καθόταν παράμερα κι ήταν αδιάφορος στη συζήτηση. Την περασμένη βδομάδα τον είχαν φέρει από το οροπέδιο Δοβέρδο, όπου είχε πάθει κάποια εγκεφαλική διατάραξη. Στο βλέμμα του κατοικούσε η φρίκη. Διπλωμένος άγρια στον εαυτό του, υπάκουγε πειθήνια σ’ ό,τι του έκαναν, πλάγιαζε, καθόταν στον κήπο, αλλά ένα αόρατος τοίχος που κράταε το βλέμμα του στηλωμένο τον εχώριζε από τον άλλο κόσμο. Ο ξαφνικός ερχομός της γυναίκας του, μιας θελκτικής ξανθής, δεν κατώρθωσε ούτε αυτός να τον αποσπάσει μια στιγμή από το τρομερό όραμα που τον εγέμιζε αφού του πήρε τα λογικά. Με το πηγούνι απάνω στο στήθος, χωρίς ένα χαμόγελο, χωρίς μια χειρονομία, άφηνε να κυλά το κύμα των τρυφερών λόγων της γυναίκας του. Κι όταν εκείνη ζητούσε μέσα στην αγωνία της, μέσα στον έρωτά της, ν’ αγγίξει με την άκρη των δακτύλων της τα φτωχά τρεμουλιάρικα χέρια του, αναπηδούσε προς τα πίσω, σαν να τον έπιανε σπασμός. Αρχιζαν τότε χοντρά δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλα της νέας. Εκοπίασε τόσο πολύ ν’ ανοίξει ένα δρόμο ανάμεσα από την απαγορευμένη ζώνη έως αυτό το νοσοκομείο που ήταν στην πρώτη γραμμή του πυρός, και τώρα, αφού πέρασε η πρώτη χαρά κι εκείνος βρισκόταν σώος και ακέραιος, ένα μυστηριώδες εμπόδιο υψωνόταν μπροστά της, κι ούτε τα δάκρυά της, ούτε οι ικεσίες της δεν μπορούσαν να το ρίξουν. Αυτό στεκόταν εκεί, ακατάπαυστα, και τη χώριζε αλύπητα απ’ όλα όσα με κάθε θυσία ήθελε να ξαναβρεί.
Η αγωνία την έκανε να κλίνει απάνω του, να τον πλησιάζει περισσότερο. Παραφύλαε με απελπισία, χωρίς ν’ ανακαλύπτει το μυστικό αυτής της εχθρότητος που φαινόταν πια σα ζυμωμένη μαζί του. Τα μάτια της ερευνούσαν το σκοτάδι, τα χέρια της απλώνονταν ψαχουλευτά, πρόβαιναν δειλά, έπειτα τραβιόνταν απότομα μόλις μια κίνηση του αντρός της την ξανάριχνε στην απελπισία της, αγγίζοντάς την σαν κάψιμο.
Α! Πόσο σκληρό ήταν να είναι υποχρεωμένη να συγκρατεί τη θλίψη της, να μην μπορεί με μια κραυγή ν’ αποσπάσει το μυστικό που αυτός ο άνθρωπος, μέσα στη φριχτή δυστυχία του, έβαζε μεταξύ του εαυτού του κι εκείνης, που ήταν το καταφύγιό του!... Πόσο σκληρό ήταν επίσης, στην πλαστή ευθυμία της συντροφιάς, να είναι υποχρεωμένη να παρακολουθεί τη συνδιάλεξη, ν’ απαντά και να μη νευριάζει από το γέλιο της άλλης γυναίκας που σταματημό δεν είχε! Πόσο λοιπόν η άλλη ήταν ευτυχισμένη! Ο άντρας της ήταν προφυλαγμένος στα μετόπισθεν σε μια καλή θέση, κι αυτή, φεύγοντας την ανία ενός σπιτιού χωρίς παιδιά, είχε έρθει να λάβει μέρος στην ταραγμένη ζωή του νοσοκομείου.
Το βράδυ από τις εφτά την έβλεπαν εντελώς ντυμένη, με το καπέλο στο κεφάλι, έτοιμη να βγει, αλλά υποχωρούσε κι έμενε. Ερωτοτροπούσε εύθυμα, σαν να ξεχνούσε πια τον πόνο, που όλη την ημέρα είχε αναπνεύσει μέσα στους κλειστούς τοίχους.
Οταν σκοτείνιασε αρκετά ώστε να μπορεί ν’ απομακρυνθεί κάπως απ’ αυτή τη φλύαρη γυναίκα χωρίς να την παρατηρήσουν, η καϋμένη η γυναικούλα ανάσανε. Κι όμως, μ’ όλη τη ματαιοδοξία της και τη φροντίδα που έπαιρνε να επιδείχνει τα καθήκοντά της ως «αδελφής του ελέους», η κυρία Διοικητού είχε μέσα της ένα αίσθημα, που χωρίς να το ξέρει κι η ίδια, την έκανε ανώτερη από τον εαυτό της. Το μεγάλο κύμα της μητρικής στοργής, που συμπαρασύρει τη γυναίκα όταν ο άντρας είναι σε κίνδυνο, την κατείχε ολόκληρη. Τους τρεις αυτούς άντρες, που έκαναν γύρω της έναν κύκλο προσεκτικό και θορυβώδη, αυτή τους είχε ιδεί, όπως και χιλιάδες άλλους, βουτημένους στο αίμα, ακίνητους, να βογγούν και τώρα η φιλαρέσκειά της θερμαινόταν, όπως θερμαίνει την κλώσσα η χαρά σαν βλέπει τα πουλιά της να παλεύουν.
Αφότου οι άντρες, πειναλέοι, μαζεμένοι και σερνάμενοι, φέρνουν μέσα τους τον ίδιο τους το θάνατο επί πολλούς μήνες, όπως φέρνει η γυναίκα το παιδί της από τον καιρό της προσδοκίας και του πόνου, τα πράγματα άλλαξαν! Οι γυναίκες αισθάνονται πως αυτές είναι ισχυρότερες, η ίδια τους η ερωτική διάθεση κλείνει ένα νέο μητρικό αίσθημα.
Καθώς η λύπη της κατέτρωγε διαρκώς το μεδούλι της ψυχής -είχε έρθει κι από ένα μέρος, όπου γνώριζαν τον πόλεμο μόνο από τις διηγήσεις- η ξανθή νέα, μέσα στην αυστηρή αυτή οικειότητα που την περικύκλωνε, αισθανόταν μεγαλύτερη την ερημιά της. Αισθανόταν τον εαυτό της χαμένο μέσα σ’ αυτό τον κήπο που τον έπνιγαν τα σκοτάδια και που τον εσκοτείνιαζε περισσότερο ακόμα ο πόνος και ο θάνατος στο πλάϊ της.
Οι άλλοι ήταν σα στο σπίτι τους μέσα στον πόλεμο, μιλούσαν τη γλώσσα του, αισθάνονταν εξ αιτίας του τρελή την ανάγκη να ζήσουν, τους έπιανε η παράξενη γλύκα που πιάνει τον άρρενα όταν μεθά από κτηνώδη βία, κι η φλύαρη ψυχρότης που πιάνει τη γυναίκα, που η περιέργειά της λες και μεταμορφώνεται σε μια σκληρότητα σαδιστική, όταν χορταίνει από αίμα κι από θάνατο.
Ο Μουσουλμάνος κι ο λοχαγός πειράζανε το Φιλόσοφο, κοροϊδεύοντας αυτούς που κόβουν καρέ τα μαλλιά τους και χάνουν τον καιρό τους να ζητούν ψύλλους στ’ άχυρα κι ουτοπίες. Σαν αληθινά μαγκόπαιδα, έκανα γούστο την κυρία Διοικητού που γελούσε και στενοχωριόταν και που το γυναικείο της ένστικτο υπεράσπιζε τον άκακο Φιλόσοφο, ενώ τα μάτια της έλαμπαν από θερμή συμπάθεια και του έριχναν πύρινα βέλη.
«Αφήστε τον λοιπόν τον καϋμένο τον ανθυπολοχαγό ήσυχο, έκανε μέσα σ’ ένα γαργαλιστό γέλιο, αυτός έχει δίκιο. Ο πόλεμος είναι τρομερός πραγματικά, κι οι δυο αυτοί κύριοι χωρατεύουν, το καταλαβαίνετε βέβαια ανθυπολοχαγέ!...» Κι έγνεφε στους άλλους με το μάτι.
Ο Φιλόσοφος έκανε πως επεδοκίμασε μ’ ένα γέλιο αδιάφορο και σώπασε. Ο Μουσουλμάνος, σφίγγοντας τα δόντια του, διευθετούσε απάνω στον πάγκο το πόδι του, που άσπριζε μέσα στη νύχτα, κι έσκασε πάλι στα γέλια:

- Ο Φιλόσοφος;... Αλλά τι μπορεί πράγματι να ξέρει από τον πόλεμο, κυρία Διοικητού;... Πυροβολητής είναι, κι ο πόλεμος γίνεται από το πεζικό, το ξέρετε, κυρία Διοικητού...

- Εδώ είμαι η αδελφή Αγγελμπερτ, τον διέκοψε η κυρία Διοικητού και το πρόσωπό της, λέγοντας αυτό, έγινε σοβαρό.

- Με συγχωρείτε αδελφή Αγγελμπερτ, αλλά θέλω να σας πω, πως το πεζικό και το πυροβολικό είναι μεταξύ τους σχεδόν σαν ο άντρας με τη γυναίκα. Οταν χρειάζεται να κερδίσουμε τη μάχη, εμείς, το πεζικό, θα την ξεγεννήσουμε, θα τη φέρουμε στον κόσμο. Το πυροβολικό, σαν ο άντρας στον έρωτα, έχει όλη την ευχαρίστηση, δεν κοπιάζει για το παιδί παρά μετά τα βαφτίσια. Ελα τώρα λοχαγέ, πες κι εσύ, δεν έχω δίκιο; Κι εσύ τώρα, από ιππέας που ήσουνα, έγινες πεζός...

Ο λοχαγός επεδοκίμαζε θορυβωδώς.
Κατά τη γνώμη του, οι σοσιαλιστές, οι ειρηνόφιλοι, οι βουλευτές που παζαρεύουν τα έξοδα του στρατού, όλοι όσοι μιλούν και γράφουν έτσι, όλοι όσοι σκέφτονται και ζουν παρόμοια, όλοι αυτοί έπρεπε να μπουν στο ίδιο τσουκάλι με το Φιλόσοφο.

- Βεβαίως, βεβαίως, έλεγε με τη βραχνή φωνή του, μόνο ένας φιλόσοφος χρειάζεται για το πυροβολικό. Μια φορά που οι άνθρωποι αυτοί θα κολλήσουν στα ψηλώματα και θα κοιτάζουν γύρω τους, αυτό είναι όλο, δεν κάνουν τίποτ’ άλλο. Αλλά τουλάχιστον να μην πυροβολούσαν τους δικούς μας! Α! Οταν σας νοιώθαμε πίσω μας, εσάς δολοφόνοι, τι εμπιστοσύνη μπορούσαμε νά ’χουμε; Και τώρα φτάνει πια για τον πόλεμο, αλλιώς θα πάω να κοιμηθώ. Είναι κουταμάρα αληθινά να είσαι πλάϊ σε δυο θελκτικές κυρίες, να μπορείς να βλέπεις, τέλος, πρόσωπα χωρίς γένια, και να μιλάς για πυροβόλα! Α! Θεέ μου! Οταν πάτησε το πόδι της στο νοσοκομειακό τραίνο η πρώτη ξανθούλα, με το ωραίο άσπρο της κεφαλοπάνι στο κατσαρωμένο μαλλί της, ω! Παναγία μου, θά’δινα το παν να μπορούσα να της πιάσω το χέρι και να την κοιτάζω ώσπου να μεθύσω!... Σας ορκίζομαι, κυρία Διοικητού, όλο να ρίχνεις στο σημάδι καταντά στο τέλος ανυπόφορο. Τα μικρά ζώα αντίκρυ σου επίσης δεν είναι διασκεδαστικά, αλλά το χειρότερο απ’ όλα, αληθινά, είναι που λείπει η γυναίκα! Να μη βλέπεις παρά μόνο άντρες επί πέντε μήνες, κι έπειτα, εκεί ξαφνικά ν’ ακούς μια χαριτωμένη φωνή, α! Σας βεβαιώ, τίποτε δεν αξίζει σαν αυτό... Μόνο γι αυτό αξίζει να πάει κανείς στον πόλεμο!...

Το εκφραστικό πρόσωπο του Μουσουλμάνου που έλαμπε από νιάτα, έκανε ένα μορφασμό:

- Ξέρεις πιο αξίζει περισσότερο; Για να λέμε εντελώς την αλήθεια, όχι, ξέρεις, δεν είναι αυτό λοχαγέ! Στάσου. Να βγαίνεις από το μπάνιο σου, να έχεις έναν εντελώς φρέσκο επίδεσμο, και να βρίσκεσαι σ’ ένα καλό άσπρο κρεββάτι συλλογιζόμενος πως για λίγον καιρό τουλάχιστον θά’σαι εντελώς ήσυχος... Τίποτε δεν μπορεί να παραβληθεί μ’ αυτό. Φυσικά, και το θέαμα της γυναίκας έχει κι αυτό το θέλγητρό του...

Ο Φιλόσοφος, με γυρτό το μεγάλο στρόγγυλο κεφάλι του που ήταν σαν κεφάλι επικουρείου, κοιτάζοντας γύρω με τα μικρά και κακότροπα μάτια του, τα υγρά και γυαλιστερά, σαν να ερευνούσε την πυκνή σκοτεινιά, όπου η άσπρη ρόμπα της κυρίας Διοικητού έκανε μια φωτεινή κηλίδα, είπε αργά μ’ ένα τόνο γλυκό και τραγουδιστό:

- Για μένα αυτό που είναι πιο ωραίο απ’ όλα, είναι η σιωπή!... Να είσαι εκεί ψηλά στα βουνά, όπου κάθε κανονιά έχει πέντε αντηχήσεις, και να ξαναβρείς, ξαφνικά, την τέλεια ησυχία. Ησυχία χωρίς κεραυνούς, χωρίς σφυρίγματα, χωρίς ουρλιάσματα, τίποτε άλλο από την ησυχία που την ακούς να περνά σα μουσική συμφωνία!... Τις πρώτες νύχτες έμεινα ξυπνητός, καθισμένος με τ’ αυτί προσεκτικό ν’ ακούω τη σιωπή, που ήταν σαν τραγούδι που επιχειρούσα να το συλλάβω μέσα στο διάστημα. Θαρρώ μάλιστα πως αναστέναξα, τόσο ήταν ωραίο ν’ ακούς ό,τι οι άλλοι δεν καταλάβαιναν καθόλου!

Ο λοχαγός έριξε μακρυά το τσιγάρο του, που χάραξε μέσα στη νύχτα μια φωτεινή γραμμή σαν κομήτης, και, χτυπώντας τα γόνατά του, φώναξε θυμωμένος:

- Λοιπόν, καταλαβαίνετε σεις τίποτα, κυρία Διοικητού; «Ν’ ακούς αυτό που δεν ακούεται!» Αυτό, καθώς βλέπετε, λέγεται φιλοσοφία. Εγώ ξέρω κάτι καλύτερο απ’ αυτό, το καλύτερο είναι να μην ακούς αυτό που ακούεται, προ παντός όταν πρόκειται ν’ ακούσεις φιλοσοφικές ανοησίες!

Ολοι σκάσανε στα γέλια, κι αυτός για τον οποίο ήταν το πείραγμα γελούσε δυνατά σαν τους άλλους. Γιατί ήταν κι αυτός γεμάτος από την ειρηνική γλύκα που ανέβαινε από την κοιμισμένη πόλη και που χυνόταν μέσα σ’ αυτόν το χεινοπωριάτικο κήπο.
Τα καφτερά πειράγματα του λοχαγού έπεφταν απάνω του χωρίς να τον πειράζουν, και τίποτε δε μπορούσε να του σβήσει το θέλγητρο των ημερών που του έμεναν ακόμη, όσο να γυρίσει στο μέτωπο. Ηθελε να τις χαρεί γεμάτα κι άνετα, με τα μάτια κλειστά, σαν ένα παιδί που ξέρει πως λίγο ύστερα θα το κλείσουν στο σκοτεινό δωμάτιο.
Ανατριχιάζοντας ολόκληρη η κυρία Διοικητού έσκυψε:

- Δεν είστε σύμφωνοι γι αυτό που είναι πιο ωραίο -κι η αναπνοή της γινόταν ταραγμένη- θα συμφωνήσετε γι αυτό που είναι το πιο τρομερό, εκεί κάτω; Για πολλούς είναι τα διαφρακτικά πυρά, για άλλους η θέα του πρώτου ανθρώπου που θα πέσει κοντά τους. Για σας;

Ο Φιλόσοφος, στον οποίον η ερώτηση απευθυνόταν, πήρε μαρτυρική έκφραση. Η συζήτηση αυτή δεν του άρεσε καθόλου, κοίταζε να βρει μιαν απάντηση να ξεφύγει, όταν ακούστηκε μια κραυγή που δεν είχε τίποτε ανθρώπινο, ένας ρόγχος που έσυρε όλων τα βλέμματα προς το μέρος όπου κάθονταν ο αξιωμαικός της εθνοφρουράς με τη γυναίκα του.
Μέσα στη σκοτεινιά τούς είχαν και τους δυο σχεδόν λησμονήσει, και τα τρομαγμένα τους βλέμματα έδειχναν απορία όταν ο άνθρωπος αυτός, τρεκλίζοντας, με μάτια σβηστά, όμοιος μ’ ένα ξεχαρβαλωμένο νευρόσπαστο, εφώναξε σ’ έναν οξύ αγωνιώδη τόνο:

- Τρομερό;... Το πιο τρομερό είναι που ξεκινάς, αλλά το τρομερό είναι που σ’ αφήνουν και φεύγεις για εκεί... Αυτό, είναι το τρομερό!...

Μια σιωπή παγωμένη και βαρειά ακολούθησε αυτά τα λόγια και η ίδια η φυσιογνωμία του Μουσουλμάνου που ήταν χαρούμενη, πάγωσε κι αυτή μέσα σε μια οδυνηρή στενοχώρια... Αυτό ήταν τόσο απροσδόκητο, τόσο ακατάληπτο... Και συγχρόνως η τρεμούλα του άθλιου αυτού σώματος, οι τραχείς ήχοι που έβγαιναν μέσα απ’ αυτό σαν λυγμοί σπασμένοι, του έσφιγγαν το λαιμό κι έκαναν τις αρτηρίες του να χτυπούν.
Η κυρία Διοικητού ήταν όρθια. Τον είχε ιδεί όταν τον έφερναν. Χρειάστηκε να τον δέσουν στο φορείο, γιατί η σπασμωδική απελπισία που τον ετάραζε, του έφερνε τέτοιους κλονισμούς που οι φορείς δε μπορούσαν να τον κρατήσουν. Κάτι τρομερό τον ετρέλανε τον κακομοίρη, λέγανε...
Η κυρία Διοικητού προείδε την προσβολή οξείας μανίας που θα τον έπιανε και η αγωνία της δυνάμωσε. Ετσίμπησε το μπράτσο του λοχαγού και κάνοντας τη βιαστική:

- Θεέ μου, φώναξε... το τελευταίο τραμ φεύγει!... Γρήγορα, γρήγορα, αγαπητή μου κυρία, τρέχουμε!...

Ολοι σηκώθηκαν. Η κυρία Διοικητού πέρασε το χέρι της στο μπράτσο της δυστυχισμένης γυναικούλας και όλο βιάζοντάς την:

- Σκεφθείτε πως θέλουμε μια ώρα να πάμε αν μας φύγει το τραμ!

Ξετρελαμένη, αναριγώντας η νέα έσκυψε ακόμη μια φορά για να αποχαιρετήσει τον άντρα της. Είχε καταλάβει πως αυτή η κραυγή απευθυνόταν σ’ αυτήν, πως ήταν μια φρικτή μομφή, μια μομφή θανάσιμη που δε μπορούσε να την εξηγήσει όμως... Τον αισθάνθηκε να υποχωρεί, τα νεύρα του να συσπώνται στο άγγιγμα των χειλιών της, κι η σκέψη της νύχτας που ερχόταν -η ατέλειωτη νύχτα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου- η σκέψη αυτή την έκανε να ξεσπάσει σε λυγμούς. Ηδη η κυρία Διοικητού την έσερνε, βιάζοντάς τη να τρέχει, και δεν την άφησε παρά στο δρόμο, αφού πια πέρασαν και το σκοπό της πόρτας.
Οι αξιωματικοί ακολουθούσαν με το βλέμμα τη διπλή σιλουέτα τους καθώς φωτιζόταν από το φανάρι του δρόμου, ακούγοντας το τραμ που πλησίαζε.
Ο Μουσουλμάνος άρπαξε τα δυο δεκανίκια του, έκανε με το μάτι νεύμα συνεννόησης στο Φιλόσοφο, χασμουρήθηκε και δήλωσε πως θα πάει να κοιμηθεί. Ο λοχαγός κοίταζε με συμπόνια και περιέργεια τον άρρωστο και, για να τον ευχαριστήσει τον καϋμένο, χτυπώντας τον στον ώμο με τον τολμηρό τόνο που του ήταν οικείος, του είπε:

- Ε λοιπόν! Φιλαράκο μου, έχεις μια γυναίκα περίφημη! Ξέρεις; Τα συγχαρητήριά μου!..

Αμέσως οπισθοχώρησε τρομαγμένος. Το φτωχό μαζεμένο κορμί, που είχε σωριαστεί απάνω στον πάγκο, άρχισε ν’ αναπηδά, ν’ αναπηδά, σαν ξαφνικά να το ξυπνούσε μια τρομερή δύναμη.

- Περίφημη γυναίκα! Α ναι! Α ναι! Μια γυναίκα παλικάρι!...

Τα χείλη του που έτρεμαν άφηναν λέξεις ανάκατες, λέξεις που άφριζαν:

- Α, δεν έχυσε δάκρυ όταν μας έβαλαν στο τραίνο! Ηταν γυναίκες πολύ γενναίες όλες τους, όταν φεύγαμε για το μέτωπο... Κι η γυναίκα του καϋμένου του Ντιλ επίσης. Ω! Ηταν μια χαρά να τη βλέπει κανείς. Του έριξε ρόδα από τα παράθυρα του τραίνου. Κι ήταν δυο μήνες νιόπαντροι...

Με τις γροθιές σφιγμένες κι αγωνιζόμενος τρομερά να κρατήσει τα δάκρυά που τον έπνιγαν, άφησε ένα μεγαλόφωνο μυκτηρισμό:

- Ρόδα, μα ρόδα βέβαια, φωνές, «καλήν αντάμωση» Α! Οι καλές μικρούλες πατριώτισσες!... Ο ταγματάρχης συνεχάρει τον Ντιλ γιατί η γυναίκα του δείχτηκε πολύ γενναία, την ώρα του χωρισμού, εννοείς. Πολύ γενναία σα νά ’φευγαν για γυμνάσια...

Με τα πόδια πλατιά ανοιγμένα, τρικλίζοντας, ο υπολοχαγός στεκόταν όρθιος. Πιάστηκε απο το μπράτσο του λοχαγού, κι άφηνε το βλέμμα του να τρέχει χαμένο, πολύ κοντά, πολύ κοντά στο πρόσωπό του:

- Ξέρεις τι συνέβηκε στον Καϋμένο το Ντιλ; Εγώ ήμουν μπροστά. Πες, πες, ξέρεις;...

Ξεφεύγοντας, ο λοχαγός φαινόταν σαν να καλεί τους άλλους με το βλέμμα.

- Ας είναι, πάμε να πλαγιάσουμε, μη νευριάζεις τόσο...

Απάντησε στενοχωρημένος. Αλλά ο άρρωστος τον διέκοψε μ’ ένα θριαμβευτικό λογοχείμαρρο:

- Α, δεν ξέρεις τι συνέβηκε στον Ντιλ, δεν ξέρεις; Ε λοιπόν, ήμασταν μαζί οι δυο μας, όπως εμείς τώρα, και ήθελε ακριβώς να μου δείξει την τελευταία φωτογραφία που του είχε στείλει η γυναίκα του. Η γενναία του γυναικούλα, χμ! Η μικρούλα του η γυναίκα που ήταν παλικάρι! Χμ! Ολες τους ήταν παλικάρια, ήταν ικανές να τα υπομείνουν όλα! Και να ακριβώς που έρχεται μια οβίδα των 280... Ω, μακρυά από μας... Τουλάχιστον διακόσια βήματα... Δεν εδώσαμε προσοχή... Και ξαφνικά ένα πράγμα μαύρο πέταξε πλάϊ μου... Και νάσου ο φτωχός ο Ντιλ έπεσε σφίγγοντας στο χέρι του τη φωτογραφία της γυναικούλας του της τόσο γενναίας, και μια μπότα με το πόδι ενός στρατιώτη, απο το τραίνο που η οβίδα των 280 έκανε κομμάτια, ήρθε και φυτεύτηκε στο κεφάλι του...

Σταμάτησε μια στιγμή, κοίταξε μ’ ένα βλέμμα θριαμβευτικό το λοχαγό και με μια φωνή, που κοβόταν όταν ένας ρόγχος βαθύς την έπνιγε, είπε:

- Α! Δεν είπε τίποτε ο καϋμένος ο Ντιλ, με το σπιρούνι στο κεφάλι του, ένα σπιρούνι πλατύ σα νόμισμα των πέντε κορωνών... Στριφογύρισε τα μάτια του, κοίταξε θλιβερά το πορτραίτο της γυναίκας του, που είχε το κουράγιο να επιτρέψει να γίνει αυτό! Αυτό! Αυτό! Φτωχέ μου, καϋμένε μου!... Για να βγάλουμε τη μπότα, χρειάστηκε να τραβούμε μ’ όλα τα δυνατά μας, τ’ ακούς αυτό; Με όλα τα δυνατά μας!... Α! Τη γυρίσαμε από δω, τη γυρίσαμε από κει, ξέρεις... Ωσπου ένα κομμάτι μυαλό βγήκε απ’ το κρανίο... Οπως βγάζεις μια ρίζα... Σαν ένα είδος πολύποδα που είχε κολλήσει απάνω στο σπιρούνι...

- Εμπρός, αρκετά!

Φώναξε με μανία ο λοχαγός και, αφού αποσπάστηκε απο το γράπωμα, έφυγε βρίζοντας προς το σπίτι, ακολουθούμενος απο τα μάτια των άλλων, που ήθελαν να κάνουν το ίδιο.
Δε μπορούσαν μολαταύτα ν’ αφήσουν αυτόν τον δυστυχισμένο. Μόλις ο λοχαγός τράβηξε το μπράτσο απ’ όπου εκείνος βαστιόταν, σωριάστηκε στον πάγκο, το κεφάλι του χτύπησε στο στήριγμα και άφησε ένα παράπονο σαν παιδί που το χτύπησαν. Ο Φιλόσοφος του άγγιξε ελαφρά τον ώμο, δοκίμασε με ευγένεια να τον πάρει να φύγουν, αλλά ξανά πετάχτηκε απότομα, γελώντας μ’ ένα γέλιο που ήταν σα γαύγισμα:

- Τι κάναμε ώσπου να του τη βγάλουμε, την τρομερή γυναίκα του, εμείς οι άλλοι, α! Τι τραβήξαμε! Ωσπου να βγει... Εγώ την ελευθέρωσα... Το κατάφερα. Την έβγαλα! Εφυγαν όλες... Κι η δική μου έφυγε... Ολες τις βγάλαμε από πάνω μας... δεν υπάρχουν πια γυναίκες, δε θά ’ναι ποτέ πια γυναίκες... Ποτέ πια...

Το κλονούμενο κεφάλι του έγυρε προς τα εμπρός και τα δάκρυά του έτρεχαν απάνω στο θλιμένο του πρόσωπο. Ο λοχαγός ξαναρχόταν με το γιατρό της υπηρεσίας.

- Τώρα πρέπει να πάτε να κοιμηθείτε, είπε ο γιατρός μ’ αυστηρό τόνο.

Ο άρρωστος σήκωσε το κεφάλι κι αντίκρυσε τη νέα αυτή φυσιογνωμία χωρίς να καταλαβαίνει. Αλλά όταν ο νέος γιατρός επανέλαβε τη φράση δυνατά, τα μάτια του άστραψαν ξαφνικά, κι είπε σκεπτικός:

- Μα βέβαια πρέπει να φύγουμε -κι αναστέναξε βαθειά. Πρέπει να φύγουμε... Ολοι μας... Εκείνος που δε θα φύγει θάναι δειλός... Δεν πρέπει να βρεθεί δειλός!... Αλλά τι λέω!... Καταλαβαίνεις; Τώρα είναι η μόδα των ηρώων... Για να πάει με το καπέλο της, ντυμένη της μόδας, η γενναία μικρή γυναικούλα του Ντιλ ήθελε νά ’χει έναν ήρωα... Αλλά ο φτωχός ο Ντιλ το πλήρωσε... Κι έδωσε το μυαλό του... Κι εγώ επίσης. Κι εσύ. Εμπρός! Εμπρός! Να πεθάνουμε!... Ας μας συντρίψουν το κεφάλι... Οι γυναίκες να βλέπουν... Α! Είναι τρομερές... Είναι η μόδα τώρα!...

Σήκωσε με κόπο το λιγνό κορμί του και, πιασμένος από το στήριγμα του πάγκου, κοιτάζοντας στα πρόσωπα που τον τριγύριζαν να ιδεί αν συμφωνούσαν:

- Είναι θλιβερό, δεν είν’ έτσι;

Ρώτησε οδυνηρά. Επειτα μέσα σε μια ξαφνική νέα έξαψη, με οξείες κραυγές που αντηχούσαν πένθιμα μέσα στον κήπο, ξανάρχισε:

- Τι κοροϊδία, ε; Τι κοροϊδία! Μήπως είμαι κακούργος, εγώ, μήπως είμαι ληστής; Δεν ήμουν λοιπόν καλά στο πιάνο μου; Επρεπε να κάνω το γλυκό, για να τους αρέσω... αισθηματικές... περιποιητικές... Κι άξαφνα, επειδή ήταν η μόδα έγιναν δολοφόνισσες, θέλουν... Πες, εσύ το καταλαβαίνεις αυτό;

Ελευθερώθηκε από το γιατρό και στεκόταν πάλι όρθιος, κι η φωνή του πνιγόταν σιγά σιγά στο λαιμό του, ώσπου δεν ήταν πια παρά ένα μονότονο παράπονο μέσα σ’ ένα λόξυγγα μέθυσου.

- Κι η δική μου, βέβαια κι η δική μου ήταν απο τις γενναίες... Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ... Περίμενα... πως περίμενα να φωνάξει, να με παρακαλέσει να κατεβώ απο το τραίνο να μείνω γι αυτήν... και ας ήμουν δειλός! Αλλά δεν είχε αυτό το θάρρος. Καμμιά τους δεν το είχε. Δε συλλογίζονταν παρά πως να κάνουν το παλικάρι... Κι η δική μου. Κι αυτή!... Κουνούσε το μαντίλι της. Σαν τις άλλες!...

Και τα τρεμουλιάρικα χέρια του σηκώνονταν σπασμωδικά για να επικαλεστούν μάρτυρα το θεό.

- Θέλεις εσύ να μάθεις τι είναι το πιο τρομερό; Εκανε απευθυνόμενος χαμηλόφωνα στο Φιλόσοφο. Η άγρια απογοήτευση του χωρισμού. Οχι, δεν είναι ο πόλεμος... Ο πόλεμος δεν είναι παρά αυτό που πρέπει να είναι. Αυτό σου έκανε εντύπωση εσένα, πως είναι τόσο σκληρός; Ο χωρισμός μόνον, αυτός ήταν η απογοήτευση... Η σκληρότητα των γυναικών, ναι, αυτό είναι που δεν το περίμενε κανείς... Πώς είχαν την τρομερή δύναμη να χαμογελούν και να πετούν ρόδα, πώς μπορούσαν να δίνουν... ναι, να δίνουν τους άντρες τους, τα παιδιά τους... Που τα είχαν φασκιώσει μικρά χίλιες φορές, που τους είχαν δώσει τη ζωή, με τη ζωή τη δική τους... Αυτό είναι, αυτό είναι που ξαφνιάζει... Που μας παράδωσαν, που μας έστειλαν εκεί κάτω, μας έστειλαν... Για να μη στενοχωριούνται, για να μη ντρέπεται η μια την άλλη, και για νά ’χει η καθεμιά τον ήρωά της... Αυτό είναι, φίλε μου, η αληθινή απογοήτευση... Το πιστεύεις εσύ πως θα φεύγαμε για τον πόλεμο, αν αυτές δε μας έστελναν; Το πιστεύεις αυτό; Αλλά ρώτα λοιπόν τον πιο κουτό υπηρέτη καφενείου γιατί θέλει να πάρει το σταυρό μια ώρα γρηγορώτερα... Αλλά για να επιδειχτεί στο κορίτσι που τον περιμένει, για να καταφέρει κι άλλες, για να μπορεί να κάνει τον άντρα κοντά στις γυναίκες και για να τις κατακτήσει... Μα γι αυτό είναι, μ’ εννοείτε, για κανέναν άλλο λόγο. Ε! Ναι, μας έστειλαν εκεί κάτω! Αν δεν μας άφηναν να μας στριμώξουν στα βαγόνια, αν φώναζαν πως δε θέλουν δολοφόνους, ποιός στρατηγός στον κόσμο θα μπορούσε να καταφέρει τίποτε; Ούτε ένας δε θα πήγαινε, αν εφώναζαν πως καμμιά δε θα πλαγιάσει μ’ άντρα που σκότωσε άλλους, το καταλαβαίνεις; Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως θα το δέχονταν αυτό! Ελεγα, έτσι κάνουν, συγκρατούνται, αλλά όταν θ’ ακούσουν το σφύριγμα της μηχανής, α! Τι φωνές που θα βάλουν, θα μας αρπάξουν από τα τραίνα να μας σώσουν... Να το συλλογιστεί κανείς πως μπορούσαν να μας σώσουν και πως προτίμησαν να κάνουν το παλικάρι... Κι αυτό παντού, σ’ όλο τον κόσμο!...

Ξανάπεσε στον πάγκο τσακισμένος, από το στήθος του έβγαιναν στεναγμοί κι απελπισμένες φωνές και το κεφάλι του κυλιόταν απάνω στο στήθος του. Πίσω του έγινε κύκλος. Ο γερο-δεκανέας της εθνοφρουράς ήταν εκεί κι αυτός, πλάϊ στο γιατρό, με τέσσερις στρατιώτες, έτοιμοι σε κάθε στιγμή να επέμβουν. Στο κτίριο των αξιωματικών όλα τα παράθυρα ήταν φωτισμένα και σιλουέτες πρόχειρα ντυμένες έσκυβαν περίεργες να ιδούν προς τον κήπο.
Ο άρρωστος εξέτασε μ’ αγωνία τα αδιάφορα πρόσωπα που τον τριγύριζαν. Ηταν εξουθενωμένος. Ο ξεραμένος λαιμός του δε μπορούσε πια να βγάλει ήχο. Απλωσε το χέρι του ζητώντας βοήθεια απο το Φιλόσοφο που είχε πέσει κοντά του συντετριμμένος.
Ο γιατρός έκρινε κατάλληλη τη στιγμή.

- Πάμε υπολοχαγέ μου, είναι η ώρα του ύπνου. Ετσι είναι οι γυναίκες, δε θ’ αλλάξουν ποτέ...

Είπε, αλλά η καλοκαγαθία του ηχούσε ψεύτικα. Σκόπευε να εξακολουθήσει να του μιλάει, για να τον ξεγελάσει και να τον σύρει προς το σπίτι χωρίς να το καταλάβει, αλλά ξαφνικά τα λόγια του κόπηκαν στο λαρύγγι. Το κλονούμενο ερείπιο, στηριγμένο απάνω στο Φιλόσοφο, αναπήδησε και τέντωσε τα χέρια του τόσο δυνατά, ώστε έρριξε και τους δυο τρικλίζοντας ανάμεσα στους θεατές. Διπλώθηκε στον εαυτό του, μαζεύοντας τα γόνατά του, κι ήταν σα μια βαλίτσα βαρειά φορτωμένη στους ώμους. Με τις φλέβες πρισμένες, με τη μανία αφρισμένη στο στόμα του, επανέλαβε τα λόγια του γιατρού.

- Α, έτσι είναι!.. Ετσι είναι!... Αλλά από πότε; Αλλά δεν ξέρεις λοιπόν πως υπάρχουν σουφραζέτες που χαστούκισαν υπουργούς, έκαψαν μουσεία, που άφησαν να τις δέσουν στα φανάρια των δρόμων, για ν’ αποχτήσουν δικαίωμα της ψήφου! Ακούς; Για το δικαίωμα της ψήφου!... Και για τους άντρες τους λοιπόν; Οχι, τίποτε, ούτε ένα λόγο, ούτε μια κραυγή, τίποτε!...

Μια στιγμή ξαναπήρε ανάσα. Στην άγρια απελπισία που τον έσφιγγε ξανασηκώθηκε όρθιος, αγωνιζόμενος μέσα στους λυγμούς που τον έπνιγαν, κι άρχισε να ξεφωνίζει σα ζώο που έγρουζε βραχνά:

- Πες μου, ξέρεις καμμιά να ρίχτηκε μπροστά στο τραίνο για τον άντρα της; Καμμιά δεν έβρισε έναν υπουργό για το χατήρι μας, καμμιά δεν εκόλλησε στις γραμμές! Δεν τράβηξαν καμμιά από τη σιδηροδρομική γραμμή! Καμμιά δεν επαναστάτησε, καμμιάς η μύτη δε μάτωσε, καμμιά δε δοκίμασε να μας υπερασπίσει, καμμιά στον κόσμον όλο. Μας έκλεισαν το στόμα. Μας χτύπησαν, μας σπιρούνισαν, καθώς αυτό το φτωχό το Ντιλ. Μας έστειλαν εκεί όπου δολοφονούν. Μας έστειλαν στο θάνατο από ματαιοδοξία, και συ θέλεις τώρα να τις υπερασπιστείς; Χρειάζεται να τις ξερριζώσουμε σαν κακά χόρτα, να τις βγάλουμε από τη ρίζα. Χρειάζεται να τραβήξουμε μ’ όλα τα δυνατά μας, καθώς για το Ντιλ, πρέπει να τις σύρουμε, να τις τραβήξουμε μ’ όλα τα δυνατά μας για να βγούν. Α! Εσύ σαι ο γιατρός; Στάσου, έλα, άνοιξε το κεφάλι μου. Τράβα, ξερρίζωσέ την... Εγώ δε θέλω πια γυναίκα!...

Τέντωσε δυνατά το χέρι και χτύπησε το κεφάλι του με τη γροθιά του σα μ’ ένα σφυρί, κι έπειτα, τα γυριστά δάχτυλά του άρχισαν να ψαχουλεύουν πίσω από το κεφάλι του, απ’ όπου, ουρλιάζοντας, ξερρίζωσε μια τούφα μαλλιά και τα τίναξε στον αέρα.
Σ’ ένα νεύμα του γιατρού, οι τέσσερις στρατιώτες ρίχτηκαν απάνω του λαχανιάζοντας. Αυτός ούρλιαζε, έτριζε τα δόντια του, χτυπούσε με τα χέρια του, δερνόταν τόσο δυνατά ώστε σάλευαν κι οι τέσσερις σαν άχυρα. Ο γερο-δεκανέας κι ο γιατρός χρειάστηκε να επέμβουν κι αυτοί, καταφέρνοντας τελικά να τον σύρουν προς το σπίτι.
Ο κήπος ξαφνικά άδειασε πίσω τους. Ακολουθώντας το Φιλόσοφο, ο Μουσουλμάνος κούτσαινε ξωπίσω του. Μπροστά στην πόρτα σταμάτησε και, κοιτάζοντας σοβαρά κάτω απ’ το φανάρι το πόδι του, κρεμασμένο μέσα στο γύψο κι ακίνητο ανάμεσα στα δυο δεκανίκια, είπε:

- Μεταξύ μας σου λέω, Φιλόσοφε, πως πάλι προτιμώ αυτό! Να τρελλαθεί κανείς πάλι σαν αυτόν τον κακομοίρη... Δε μπορεί να γίνει χειρότερο. Καλύτερα είναι να χάσεις το κεφάλι σου... Τουλάχιστον γλυτώνεις. Τι λες;

Ο Φιλόσοφος σώπαινε. Η στρογγυλή κι αγαθή φυσιογνωμία του έμενε ανέκφραστη, μα τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Ανασήκωσε τους ώμους και, χωρίς να πει τίποτε, βοήθησε το σύντροφό του ν’ ανέβει τις σκάλες. Οταν έφτασαν στο κατώφλι του διαδρόμου, αντιλήφτηκαν αόριστα, στην άλλη άκρη του κτιρίου, πόρτες που έκλειναν δυνατά, έπειτα μια τελευταία, μια τελευταία υπόκωφη κραυγή...
Υστερα έγινε παντού ησυχία. Τα παράθυρα των αξιωματικών ένα ένα έσβησαν σε λίγο, ο κήπος ήταν πια ένα νησί μαύρο και σκοτεινό, που ο ποταμός το κύκλωνε σιωπηλά. Κάπου κάπου, ο δυτικός άνεμος έφερνε σα μακρυνή ηχώ το διακεκομμένο βρόντο του κανονιού.
Για τελευταία φορά η άμμος του κήπου έτριξε κάτω από τα βήματα της περιπόλου, που γυρνούσε να κοιμηθεί. Ακούστηκε η βαρειά πνιγμένη βρισιά ενός στρατιώτη, που διόρθωνε το σκισμένο του χιτώνιο. Οι άλλοι, λαχανιάζοντας, σκούπιζαν με το μανίκι τους τον ιδρώτα από τα μέτωπά τους. Πίσω τους, με το κεφάλι σηκωμένο, με την πίπα στο στόμα, ερχόταν ο δεκανέας της εθνοφρουράς. Καθώς έμπαινε στη μεγάλη δεντροστοιχία, μια φλόγα φώτισε τον ουρανό κι ένας τρομερός βόγγος υπόκωφος κάτω απο τη γη σάλεψε τα τζάμια.
Ο γέρο-δεκανέας σταμάτησε απότομα. Ακουσε το φοβερό ήχο μέχρι το τέλος, άπλωσε το σφιγμένο του γρόθο και, φτύνοντας σφυριχτά ανάμεσα απο τα δόντια του πολύ μακρυά, γεμάτος αηδία είπε:

- Να, διάολε, την πίστη σου!...

3 σχόλια:

Ecumene είπε...

Toυλαχιστον εμαθες καμια ουγγαρεζα λεξη,εστω κατιτίς....

Rodia είπε...

Εχω ένα φιλαράκι που σπουδάζει στην Ουγγαρία και όλο και κάτι μου μαθαίνει. Εχει τη χειρότερη ιδέα για τους ούγγρους, αντίθετα με μένα που μεγάλωσα με τις ταινίες του Γιαντσό.

:-)

Ecumene είπε...

Θα το εικονογραφήσεις το e-book?..εχεις
war-pictures?..κανενα λινκ...κατι σε guernica?..

russian soldiers

russian soldiers